- πάπια
- 1) bassin2) canard
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Παπία — Παπίᾱ , Παπίας janitor masc nom/voc/acc dual Παπίᾱ , Παπίας janitor masc voc sg (attic) Παπίᾱ , Παπίας janitor masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπίᾳ — Παπίᾱͅ , Παπίας janitor masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάπια — Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο… … Dictionary of Greek
πάπια — η 1. νήσσα, το γνωστό υδρόβιο πουλί. 2. φρ., «Κάνει την πάπια», προσποιείται ότι δε γνωρίζει τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παπίας — Παπίᾱς , Παπίας janitor masc acc pl Παπίᾱς , Παπίας janitor masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπίαν — Παπίᾱν , Παπίας janitor masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Casse-langue — Virelangue Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois.… … Wikipédia en Français
Casse langue — Virelangue Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois.… … Wikipédia en Français
Virelangue — Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois. On parle… … Wikipédia en Français
νήσσα — η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα) γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια νεοελλ. φρ. «ποιεί την νήσσαν» υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι … Dictionary of Greek
παπήσιος — α, ο ο σχετικός με την πάπια, ο προερχόμενος από πάπια («αβγά παπήσια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπια + κατάλ. ήσιος (πρβλ. σκυλ ήσιος)] … Dictionary of Greek